- σιάζομαι
- σιάζομαι, σιάχτηκα, σιαγμένος βλ. πίν. 24
και πρβλ. σιάχνομαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀφροδισιάζομαι — ἀφροδῑσιάζομαι , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσιάζομαι — ῥῡσιάζομαι , ῥυσιάζω treat as a pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)